breaking news Νέο

Δε με χρειάζονται άλλο πια… -Γράφει η Αγλαϊα Μπούθα

Δε με χρειάζονται άλλο πια… -Γράφει η Αγλαϊα Μπούθα

Συνέχεια από το προηγούμενο

 

Ήξερε πως δε θάπρεπε, μα ένιωσε προδομένη η Βασιλική. Προδομένη για λογαριασμό της κόρης της. Και όχι μόνο προδομένη… φοβισμένη. Για να τη φέρει σπίτι πρέπει να σκέπτεται σοβαρά για τη Τζένη και αν σκέφτεται σοβαρά, υπάρχει και η πιθανότητα γάμου…

Οι σκέψεις της την τάραξαν. Γάμος θα σημαίνει καινούργια πεθερά, καινούργια γιαγιά για τη Ρένα… Πολλοί παππούδες και γιαγιάδες. Κάποιοι θα πρέπει να φύγουν. Το στομάχι της άρχισε να πονά. Δε θα την χρειαζόντουσαν άλλο πια.

Έδιωξε τις σκέψεις από το μυαλό της καθώς κατέβηκε από το λεωφορείο με την εγγονή της. Είχαν πολλά ψώνια να κάνουν. Μπλούζες, παντελόνια, φόρμες για το σχολείο, κάλτσες, παπούτσια. Ο Γιώργος της είχε δώσει περισσότερα από αρκετά χρήματα όταν της ζήτησε να πάνε για ψώνια με τη Ρένα.

- Δε σε πειράζει μητέρα, έτσι; Μου είναι δύσκολο να πηγαίνω για ψώνια. Δεν ξέρω τι να διαλέξω.

- Ανοησίες, είπε η Βασιλική γελώντας. Πάντα τα κατάφερνες καλά.

Και ήταν αλήθεια πως τα κατάφερνε. Μερικές φορές υποπτευόταν ότι ζήταγε τη βοήθειά της περισσότερο για να την ευχαριστήσει. Μα πόσο θα διαρκούσε αυτό, τώρα που η Τζένη μπήκε στη ζωή του; Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε βγει με παρέα μα τίποτε δεν ήταν σοβαρό όσο τώρα με τη Τζένη που την έφερνε στο σπίτι.

- Γιαγιά κοίτα. Πουλάνε φαγητό σε πακέτα.

- Θέλεις κάτι να φας;

- Δεν είναι γραμμένο στον κατάλογο του μπαμπά.

- Εγώ θα σου το αγοράσω. Και μετά θα δούμε για κασετίνα και μολύβια.

- Θα πάμε σινεμά το απόγευμα;

- Είπα πως θα πάμε;

- Ναι, μου το υποσχέθηκες.

- Τότε θα πάμε.

Σε όλη η διάρκεια του έργου μισοκοιμάται η Βασιλική, ξυπνώντας μόνο όταν η Ρένα ούρλιαζε από τα γέλια. Ένιωθε κουρασμένη, στενοχωρημένη. Λάτρευε την εγγονή της μα δε μπορούσε να την πάρει να μείνουν μαζί.

Μετά το σινεμά πήγαν στο ζαχαροπλαστείο και πήραν γλυκά για τον καφέ, και μετά το λεωφορείο για το σπίτι. Η Ρένα φλυαρούσε για το έργο αλλά στο μυαλό της Βασιλικής υπήρχε μόνο μια φράση: Δε με χρειάζονται άλλο πια – δε με χρειάζονται άλλο πια…

Ο Γιώργος τους είδε από το παράθυρο και έτρεξε ν’ ανοίξει την πόρτα, παίρνοντας τις τσάντες από τα χέρια της κόρης του.

Πίσω του μπόρεσε να δει η Βασιλική μια αδύνατη μελαχρινή κοπέλα που στεκόταν αμήχανα. Ξαφνικά ένιωσε να την πλημμυρίζει θυμός. Πως τόλμησε να φέρει μια άλλη γυναίκα στο σπίτι της κόρης της;

- Ρένα, μαμά, είπε ο Γιώργος, αυτή είναι η Τζένη.

Του έριξε μια ματιά. Την είπε μαμά πάλι. Δεν την είχε πει έτσι από τότε που πέθανε η Σοφία. Παρατήρησε κάτι στα μάτια του. Ήταν….μπορούσε να είναι φόβος; Ήταν ακόμη τόσο νέος. Πως θα μπορούσε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μόνος; Κάποια μέρα αυτή και ο άνδρας της θα έχουν φύγει και η Ρένα θα έχει μεγαλώσει αρκετά για να ξεκινήσει τη δική της ζωή. Είχε άραγε το δικαίωμα να του αρνηθεί την ευκαιρία της ευτυχίας;

 

Συνεχίζεται


Σύνδεση Συνδρομητή

Καλώς Ήρθατε! Συνδεθείτε στο λογαριασμό σας

Να με θυμάσε Ξεχάσατε τον κωδικό σας;

Δεν είστε συνδρομητής; Αίτηση Εγγραφής

Ξεχάσατε τον κωδικό σας

Αίτημα Εγγραφής